- μητροκολεϊκός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μήτρα και στον κολεό2. φρ. «μητροκολεϊκό πλέγμα»ανατ. νευρικό πλέγμα από κλάδους τού συμπαθητικού νευρικού συστήματος, που απλώνεται γύρω από τον τράχηλο τής μήτρας και την άνω μοίρα τού κόλπου δίνοντας τους κλάδους οι οποίοι ακολουθούν τη μητριαία αρτηρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτρα + κολεϊκός*].
Dictionary of Greek. 2013.